αγγάστρωτος

αγγάστρωτος
-η, -ο
(για γυναίκες και ζώα) αυτή που δεν έμεινε έγκυος, που δεν συνέλαβε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + γγαστρώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγγάστρωτος — η, ο εκείνος που δεν γκαστρώθηκε, δεν έμεινε έγκυος: Τη στενοχωρούσε που χρόνια παντρεμένη έμενε αγγάστρωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκάστρωτος — η, ο αγγάστρωτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”